Διάφορες σκέψεις...
Από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι, αλλά όλο το ανέβαλα. Aς είναι αφού τα κατάφερα δεν πειράζει! Το ελαφρύ κούνημα του τρένου με νανούριζε. Όμως δεν ήθελα να κοιμηθώ. Παρατηρούσα την μητέρα απέναντι με το χαριτωμένο αγοράκι στην αγκαλιά. Με τι αγάπη το κοιτούσε... πρέπει να είναι πολύ όμορφο να έχεις παιδί...
Το αγοράκι μάλλον ζαλίστηκε από το κούνημα του τρένου. Ίσως δεν ήταν συνηθισμένο σε τέτοιο ταξίδι. Κούρνιασε στην αγκαλιά της μητέρας του και έπαιζε με τα μακριά καστανά μαλλιά της που έπεφταν στον ώμο. Τα χάιδευε κοιτώντας τα σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Κι εκείνη είχε μια έκφραση... της απόλυτης ευτυχίας... γαλήνης... Αυτή η σκηνή μου έφτιαξε τη διάθεση.
Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα ταξίδια με τρένο. Με κουράζουν. Λίγο πιο κει ένα ζευγαράκι... πρέπει να είναι πολύ ερωτευμένοι. Κοιτιούνται συνεχώς στα μάτια χωρίς να λένε κουβέντα. Ένας διάλογος με βλέμματα... κάτι σαν κώδικας... γράμματα το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων... τονισμός κάποιες έντονες ματιές με τα βλέφαρα να μένουν σταθερά, υπάκουα στην θέλησή τους! Πρέπει να είναι φοιτητές σε κάποια πόλη. Έχουν σακίδια και κάποια βιβλία στην διπλανή άδεια θέση. Θυμήθηκα εκείνα τα χρόνια... μια γλυκιά ανάμνηση. Ας μην το σκέφτομαι όμως τώρα γιατί με πονάει που πέρασαν. Η κοπέλα είναι πολύ γλυκιά. Δεν είναι όμορφη αλλά θέλεις να την κοιτάζεις... έχει ενδιαφέρον πρόσωπο και χαμογελαστά μάτια... Μου αρέσει να την κοιτάζω. Και το αγόρι όμως... το βλέμμα του είναι ζεστό και σίγουρο... αυτό που λέμε όμορφο ζευγάρι... ντυμένοι και οι δύο απλά... Αλλά τους κοιτάζω τόση ώρα και δεν είναι σωστό.
Πιο πέρα μία ηλικιωμένη γυναίκα, μόνη. Έχει μια θλίψη το πρόσωπό της. Είναι ντυμένη στα μαύρα. Κάποια τραγωδία θα πέρασε, φαίνεται στην έκφρασή της... δείχνει κουρασμένη, σαν να μην περιμένει τίποτα πια... σαν να μην την ενδιαφέρει που πηγαίνει, λες και μπήκε στο πρώτο τρένο που βρήκε μπροστά της και όπου την βγάλει... Τα χέρια της φαίνονται ταλαιπωρημένα. Πρέπει να είχε μια σκληρή ζωή. Στα πόδια της έχει μια μικρή καφέ τσάντα. Είναι όλο της το βιός μέσα; Ποιος ξέρει; Λυπάμαι που δείχνει τόσο λυπημένη. Θέλω να πάω δίπλα της να της μιλήσω αλλά κάτι με σταματά. Ντρέπομαι τι να της πω; Όχι δεν θα το κάνω... δεν έχω το θάρρος...
Δύο άντρες κάθονται απέναντί της. Φαίνονται αλλοδαποί. Συζητούν μεγαλόφωνα κι έτσι μπορώ να διακρίνω κάποιες λέξεις. Ναι πρέπει να είναι γερμανοί τουρίστες. Όμως τέτοια εποχή; Ποιος ξέρει; Μάλλον τους αρέσουν τα χειμερινά ταξίδια. Κι εγώ μήπως το ίδιο δεν κάνω; Κάθε τόσο σταματούν και κοιτούν γύρω τους... πως να τους φαινόμαστε άραγε; Μα τι είνα αυτό; Ένας απ’αυτούς βγάζει από ένα σακίδιο ένα μηχάνημα. Πρέπει να είναι για το άσθμα. Μα ναι...παίρνει βαθιές εισπνοές και αλλάζει η έκφραση του προσώπου του. Ηρεμεί. Κρίμα σκέφτηκα... όχι μόνο γι’ αυτόν, για όλους όσους βασανίζονται από κάποια τέτοια ασθένεια και πρέπει μια ζωή να την βιώνουν... να συμπορεύονται. Ο άλλος άντρας τον κοιτάει με ανήσυχο βλέμμα. Πρέπει να είναι αδέρφια, μου φαίνεται πως μοιάζουν λίγο...
Με κούρασε το ταξίδι όμως. Ήδη έχω τέσσερις ώρες στο τρένο. Ξεκίνησα απόγευμα και τώρα σκοτείνιασε πια... Κρίμα δεν φαίνεται τίποτα έξω από το παράθυρο τώρα... μόνο κάποια φώτα από μικρά χωριά που προσπερνάμε... Άλλοι άνθρωποι εδώ... άλλες μικρές ιστορίες...
Τα μάτια μου κλείνουν όμως... δεν μπορώ να το παλέψω άλλο... Αφήνομαι και βυθίζομαι σε ένα γλυκό ύπνο. Νιώθω ένα κούνημα. Το τρένο φρενάρει. Ένας άντρας με στολή, μάλλον υπάλληλος του τρένου ενημερώνει τους επιβάτες ότι φτάσαμε στην στάση... Δεν άκουσα καλά το όνομά της. Μα πόση ώρα κοιμήθηκα; Μάλλον ήμουν πολύ κουρασμένη. Οι υπόλοιποι έχουν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνουν τις αποσκευές τους... έτοιμοι να συνεχίσουν την πορεία τους... να γράψουν μερικές σελίδες ακόμα στις μικρές τους ιστορίες...
Κοιτάω από το παράθυρο τους συνοδοιπόρους μου να αποβιβάζονται. Η γυναίκα με το παιδάκι κατεβαίνει τα σκαλιά του τρένου. Μα τι ‘ναι αυτό; Ένα ζευγάρι την περιμένει κάτω. Το αγοράκι πηδάει στην αγκαλιά της άλλης γυναίκας. Ο άντρας δίπλα της χαμογελάει και του δίνει φιλί αγκαλιάζοντας και τους δύο. Μα τελικά δεν ήταν αυτή η κοπέλα η μητέρα του; Μάλλον όχι, έκανα λάθος... την ευχαριστούν και οι δύο και φεύγουν έχοντας στην αγκαλιά τους τον μικρό... Η κοπέλα μένει πίσω να τον κοιτάει και τον χαιρετάει στέλνοντάς του φιλιά.
Οι δύο τουρίστες κατεβαίνουν και αυτοί με τα σακίδιά τους... Ο ένας αναλαμβάνει να πάρει το μεγαλύτερο βάρος κατανοητό αφού ο άλλος δείχνει πολύ κουρασμένος. Μα τι κάνουν; Χωρίζουν. Αγκαλιάζονται και φεύγουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Τελικά είναι άγνωστοι. Μα έπεσα πάλι έξω; Και μου φάνηκε ότι είναι αδέρφια... μα αφού έμοιαζαν... ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα...
Η ηλικιωμένη κυρία κατεβαίνει κι αυτή... Έχει έρθει να την υποδεχτεί μάλλον ο γιος της, ένας άντρας γύρω στα 40. Αλλά η έκφρασή της πια έχει αλλάξει. Τον κοιτάει με αυστηρότητα και του λέει με απότομο τρόπο να πάρει την τσάντα της. Κι εκείνος κατεβάζει το βλέμμα και χωρίς ούτε καν να την αγκαλιάσει πιάνει την τσάντα και με βαριά βήματα την ακολουθεί. Για δες... τελικά δεν είναι όπως φαίνονται τα πράματα... Δείχνει αυταρχική και σκληρή πια η γυναίκα του τρένου...
Πιο κει το ζευγάρι των φοιτητών ανάβει τσιγάρο. Μοιάζουν σαν να περιμένουν κάποιον... όχι δεν θα το αντέξω. Να έπεσα και σ’ αυτό έξω; Δεν μπορεί τα βλέμματα δεν λένε ποτέ ψέματα... Ο έρωτας φαίνεται άλλωστε... Κι όμως δύο νεαρά παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι τρέχουν κατά πάνω τους. Πέφτουν ο καθένας στην αγκαλιά του αγαπημένου του και φιλιούνται. Ήταν φίλοι τελικά; Ίσως και να μπορούσαν να ήταν κάτι άλλο... ίσως....
Αυτό ήταν! Συνεχίζω το ταξίδι μου και σταματώ να παρατηρώ γύρω μου. Άλλωστε όλες οι σκέψεις μου αποδείχτηκαν λανθασμένες. Ωραία, ξεκινά πάλι το τρένο... Ακούω θόρυβο πίσω μου. Επιβιβάστηκαν δύο κοπέλες. Κρατούν μαζί μία τσάντα που φαίνεται ασήκωτη. Κάθονται απέναντί μου και ο άντρας με την στολή έρχεται για τα εισιτήρια... Ίσως είναι φίλες που πηγαίνουν μαζί ταξιδάκι... ίσως...
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home